εγκολπίδιος

εγκολπίδιος
ἐγκολπίδιος, -ον (Μ)
φρ. «ἐγκολπίδιον ξίφος» — ξίφος κρυμμένο στον κόλπο, στον κόρφο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”